
Ας τα πάρω από την αρχή τα πράγματα και να τα γράψω έτσι όπως μου έρχονται στο μυαλό.
Η παρέα μας κλασσικά αποτελούνταν από εμένα (Γιάννης), από τον Τάκη, τον Αντώνη και τον Γιώργο τον Γκέρο. Μαζί παίζαμε ποδόσφαιρο στον Ηρακλή Περιστερίου, μαζί πηγαίναμε βόλτες σινεμά στα καλοκαιριάτικα απογεύματα, μαζί στις μπουρδελότσαρκες χαχαχα, οκ παρεκτράπηκα, συγχωρείστε με.
Ένας προορισμός από τους πολλούς που είχαμε ήταν κι η πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου στον Κολωνό. Εκεί στην πλατεία δίπλα υπήρχαν δύο σουβλατζίδικα που είχαν και ηλεκτρονικά παιχνίδια. Του Ζήσιμου, που είχε και μια ωραία κόρη, ήταν το πιο συχνό σε επισκεψιμότητα από την παρέα μας. Ένα απόγευμα λοιπόν αφού τηλεφωνηθήκαμε εγώ κι ο Τάκης δώσαμε ραντεβού,όπως συνηθίζαμε στην πλατεία.
Θυμάμαι να κατεβαίνω από το λεωφορείο και να πέφτω πάνω στον φίλο μου.
-Έλα ρε μεγάλε πάνω στην ώρα.
Θυμάμαι πως το μάτι μου έφυγε από τον φίλο μου που με καλωσόρισε και κόλλησε σε κάτι γύφτους που κάθονταν στο παγκάκι ακριβώς από πίσω του.
Στα πρώτα βήματα που κάναμε για να πάμε στου Ζήσιμου, ο Τάκης είδε την Άννα.
Η Άννα έμενε στο διπλανό διαμέρισμα από αυτό του Τάκη και ήταν πολύ καλή του φίλη καθώς και της αδερφή του.
-Άννα! της φωνάζει.
Μέχρι να γυρίσει η Άννα να δει ποιος την φωνάζει σηκώθηκαν οι γύφτοι από το παγκάκι μαζί με κάποιους που βρίσκονταν παραπέρα και μας περικύκλωσαν.
Τα χάσαμε.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο ο μεγαλύτερος από αυτούς στάθηκε μπροστά στον Τάκη και του είπε:
-Την ξέρεις ρε την κοπέλα που την φωνάζεις; Τι είσαι ρε; Μάγκας; Ήρθες στα μέρη μας για να κάνεις καμάκι στις γκόμενες;
-Κάτσε ρε φίλε, του λέει ο Τάκης, εδώ μένω κι εγώ, τι μου λες; Η κοπέλα είναι φίλη μου.
Η παρέα των γύφτων ήταν αρκετά μεγάλη κι όσο κι αν υπήρχε περίπτωση να αντισταθούμε το ξύλο που θα τρώγαμε θα ήτανε παραπάνω από αρκετό...το αδιαμφισβήτητο σαπάκι.
-Ρε φίλε δεν σας πειράξαμε και δεν είμαστε ξένοι στην γειτονιά, γιατί σώνει και καλά θέλετε να μας δείρετε; λέω στον μεγαλύτερο από αυτούς.
Τον είχα κόψει πως αν τον έπιανα στο κακομοίρικο, λόγω ηλικίας, θα το επανεξέταζε το θέμα στο μυαλό του και βέβαια ως μεγαλύτερος θα είχε και τον πρώτο λόγο στην έκβαση του περιστατικού.
-Μην μιλάς εσύ ρε! πετάγεται με θυμό ένας κοντός θρασύς γυφτάκος κι έρχεται μπροστά στο πρόσωπό μου.
-Εσύ, του λέω, είσαι μάγκας τώρα που έχεις άλλους δεκαπέντε από πίσω σου...
Τρελάθηκε κι έκανε κίνηση να μου ρίξει κουτουλιά. Τα γρήγορα αντανακλαστικά μου - που ευτυχώς έχω ακόμα και σήμερα- με έσωσαν κι απέφυγα την κουτουλιά.
Για καλή μου τύχη μπήκε στην μέση ο μεγαλύτερος τους -ας πούμε αρχηγός- και τον σταμάτησε.
Ήρθε κι η Αννα και μπήκε στην μέση κι αυτή ζητώντας τους να φύγουν.
Θυμάμαι πως η πίεσή μου είχε ανέβει τόσο που δεν κρατήθηκα και είπα στον κοντό:
-Εσύ φίλε να προσέχεις, θα ξανασυναντηθούμε.
Πόσο μα πόσο ήθελα να τον πατήσω στο ξύλο εκείνη την ώρα δεν μπορείτε να φανταστείτε.
Εν τέλει, κι αφού είχαν μαζευτεί κι άλλοι άνθρωποι να μας υπερασπιστούν οι γύφτοι επέστρεψαν στο παγκάκι τους κι εμείς φύγαμε μακριά κι αλώβητοι χαχα, πόσο φθηνά την γλυτώσαμε.
Δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να έχω έρθει σε τόσο δύσκολη θέση, ακόμα και στο γήπεδο όταν πηγαίναμε τέτοιο κίνδυνο δεν είχαμε διατρέξει.
Συνεχίσαμε να πηγαίνουμε βόλτες στου Ζήσιμου, αλλά με μικρότερη συχνότητα πια, και πάντα με την σκέψη της περίπτωσης να επαναληφθεί το επεισόδιο το ίδιο απρόσμενα.
Σταμάτησα να κατεβαίνω στου Ζήσιμου, όταν μια μέρα πέτυχα τον κοντό γυφτάκο να παίζει ηλεκτρονικά...Τον έριξα κάτω του έδωσα μερικές καρπαζιές, δυο σούτια κι έφυγα τρέχοντας...
Η επιθυμία μου εκπληρώθηκε, απονεμήθηκε δικαιοσύνη.
Από τότε δεν ξαναπάτησα εκεί.
Το κεφάλαιο Κολωνός έκλεισε.