Είμαι στο σούπερ-μάρκετ και μπροστά μου στο ταμείο μια ηλικιωμένη κυρία ψάχνει το πορτοφόλι της για λεφτά.
-Πόσο είπατε;
-20,80 κυρία, λέει η ταμίας.
-Βρε παιδί μου δε βρίσκω τα ψιλά μου, έχω είκοσι ευρώ αλλά ψιλά δεν έχω...γίνεται να αφαιρέσεις το ψωμί από το λογαριασμό;
Η ταμίας κομπιάζει αμήχανα.
-Μια στιγμή, έχω εγώ, πάρε κοπέλα μου.
-Αααα ωραία έχει ο κύριος, λέει χαρούμενο το κορίτσι λύνοντας την αμήχανη στάση της.
-Σας ευχαριστώ πολύ , νεαρέ μου...
-Μη με ευχαριστείτε, οποιοσδήποτε μπορεί να το κάνει σε μιαν ανάγκη....
~*~
Θυμάμαι πιτσιρικάς 17-18 χρονών που κυκλοφορούσα με ένα παπάκι.
Κατά την επιστροφή μου από τη βόλτα, κάπου στην Λένορμαν προς Περιστέρι, το παπί μου έμεινε από βενζίνη.
Θα ήταν καλοκαιράκι και η ώρα προχωρημένη 2-3 τα μεσάνυχτα.
Τι να κάνω κι εγώ, το πήρα ανά χείρας κι άρχισα να το σπρώχνω ποδαράτος...
Νέο και δυνατό παιδί ήμουνα δε λέω, αλλά η ώρα ήταν η πιο δύσκολη.
Όλη η κούραση της μέρας βάραινε τα πόδια και τα χέρια, που έσπρωχναν πια με κόπο το παπί.
Κάπου στο Καπνεργοστάσιο σταματάει ένα παλικάρι γύρω στα 30 και με ρωτάει τι έπαθα.
-Βενζίνη φίλε, την πάτησα, έλεγα πως θα με φτάσει και τώρα δε βρίσκω ανοιχτό βενζινάδικο.
-Περίμενε, μου λέει.
Αρπάζει ένα κουτάκι από μπύρα και το τινάζει για να το στραγγίξει.
Τραβάει το σωληνάκι της βενζίνης από τη μηχανή του και γεμίζει το κουτί με βενζίνη.
-Ελπίζω να φτάσει φίλε, μου λέει.
-Αδερφέ δεν έχω λόγια. Χίλια ευχαριστώ, να σε πληρώσω...
-Όχι φίλε, δεν είναι ανάγκη, κράτα τα λεφτά σου. Που ξέρεις κάπου, κάποτε ίσως βοηθήσεις κι εσύ κάποιον άλλον που θα έχει ανάγκη.
Ούτε το όνομά του ρώτησα, τόσο αμήχανα ένιωσα...σαν την ταμία...
Μήτε τη φάτσα του θυμάμαι καλά-καλά...
Θα θυμάμαι όμως μέχρι την τελευταία μου ανάσα αυτήν την πράξη του, κι όσο μπορώ θα ακολουθώ το παράδειγμά του...